Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Δίκη

Δεν μπορούσαν να τον βλέπουν

Το δεξί του μάτι κοίταζε ψηλά το αριστερό του κοίταζε κάτω
Το δεξί του μάτι κοίταζε αριστερά το αριστερό του κοίταζε δεξιά
Οι άνθρωποι μπερδεύονταν ανησυχούσαν ώσπου τρομάζαν
και τότε πλέον παίρναν να θυμώνουν

τον κατηγορούσαν ότι δεν κοίταζε κανένα στα μάτια προσβάλλοντας όλους πολύ
έλεγαν ότι δεν ήξερε ανάμεσα σε δύο ανθρώπους να διαλέγει και θύμωναν πιο πολύ
ήταν θέμα χρόνου να του ζητήσουν το λόγο μα εκείνος δεν ήξερε να πει
πως  κοίταζε μεμιάς δύο κόσμους

τον δίκασαν γρήγορα τον πετροβόλησαν ταχύτερα και το κορμί
πέταξαν στα χωράφια χωρίς ούτε τα μάτια να κρατήσουν
σαν αξιοθέατο για τους ξένους ή  έστω σαν παιχνίδι για τα παιδιά
σ’ έναν κόσμο που τους είχε πλάσει χρόνια όσα τον δουλεύαν

τόσους χειμώνες με της ανάγκης δύναμη καλοκαίρια με του πόθου το πάθος
και παρά τον φόβο των ερχόμενων νυχτοφυλάκων
που μέρα τη μέρα βήμα το βήμα πλησιάζαν
φρικτότερο ακόμα  τους φάνταζε το αυτονόητο

δεν μπορούσε να τους δει



Απουσιολόγιο

Φως ξύπνησε το πρωί κόκκινο το κρεβάτι του άδειο.
Ήταν καλό που έλειπε νωρίς, όσο ακόμα κρυβόταν το μαύρο πέπλο κι ο ήλιος άναβε πριν  σβήσει τα πάντα αναγεννώντας στιγμιαία ντεκόρ χαράς όχι πια μιας, αρχής και του πολέμου ό,τι ήταν και θα γίνει με ό,τι είναι – το τίποτα, ως θα ‘λεγε, με εκείνον. Πριν αρχίσουν οι κραυγές των ανθρώπων,  κι όσων γίνονταν άνθρωποι, κι όσων δεν θέλαν να πάψουν να μένουν άνθρωποι – όχι όμως και εκείνων που δεν ήταν, ούτε θέλησαν να γίνουν. Εστω αν το αίμα τους έγινε η γη που πατούσαν οι πλασμένοι, το κενό που στήριζε στο μαύρο κατοπινά τα άστρα. Εστω αν εκείνων οι φωνές έφτιαξαν   τραγούδια να πέφτουν νιφάδες κάτω από την γη μα πάνω από τα αστέρια, σαν είχανε κοπεί τα πράγματα ξανά - άναξ στα δύο χωρισμένος από τους κύκλους.
Ήταν καλό που έλειπε. Δεν γινόταν αλλιώς.


 

Αξίζουμε την λήθη


Πάνω καιρός τρέχει περνά
Κάτω κόσμος μένει
Συνέχεια κεραυνοί στα βάθη
Χαράζοντας βουβοί τη νύχτα
Θυμίζουν ότι αξίζουμε την λήθη

μνήμες αλάτι γεύσεις κορμιά
Μνήμες μακριές αλυσίδες πλεγμένες
Σβήνουνε με τον κρίκο τα λεπτά πρωινά
Πλαταίνοντας κύκλοι στην επιφάνεια λίμνης βαθιάς
Θυμίζουν ότι αξίζουμε στην λήθη

Οι άντρες όμως οι γυναίκες τα παιδιά κυρίως εκείνα
Κοιτάζοντας πίσω από τα σύννεφα ψηλά
Χωρίς να σπρώχνονται δεμένα στην σειρά
Μέρα τη μέρα την αλυσίδα ξεδιπλώνοντας
Θυμίζουν ότι αξίζουμε την λήθη

Χαμόγελα σκιστήκαν μαγκωμένα στα χρόνια
Κραυγές που δεν ακούστηκαν από ανθρώπους
τις νύχτες που δεν κοιμάσαι την σιωπή στοιχειώνουν
Γραμμές που χύθηκαν ψηλά κατευθείαν από τη φλέβα
Θυμίζουν ό,τι αξίζουμε στην λήθη

Εσύ σαν ήσουνα εγώ δεν ήμουνα εκεί
Παράξενος σαν τα όρια αλλάζανε σ’ αστέρια
Λουλούδια του χειμώνα φλεγόμενα στην παγωνιά
Απομένουν στάχτης σκορπίσματα την άνοιξη ετούτη
Θυμίζουν ότι αξίζουμε την λήθη



Αγιοι και θηρία

Κάτω από την χαμηλή σκεπή του κόσμου
τις βροχερές Κυριακές ξεκινάμε όλοι
να νικήσουμε το θηρίο που ήμασταν

Βεβαίως κανείς δεν επιστρέφει ζωντανός

Κάτω από έναν ουρανό που μας βαραίνει χωρίς ήλιο 
όσο υψωθούμε τόσο κι ο ορίζοντας θα υψωθεί
όσο συνεχίζουμε ανεβαίνοντας  σταθερά
ωστόσο σπανίως ξυπνώντας

από τον εφιάλτη

Άγιοι όχι και τόσο αθώοι με τα θηρία στην αρένα
θηρία στις αρένες με αγίους σχεδόν απαράλλακτους
συνεχίζουμε το πρόσχημα με χάρη ανεβαίνοντας
Ιδίως τις βροχερές Κυριακές όταν όλα
Από το σκέπαστρο στάζουν του ουρανού κατηφορίζουν

στην θάλασσα


Το τσίρκο των αγγέλων


Στην παραλία χτες το βράδυ
ήρθε το τσίρκο των αγγέλων
μια φυγή ξεθωριασμένη που σε πήρε στην αρένα
μια πληγή καθαρισμένη που σε φωτίζει κρυφά
μετά την ανίατη μέρα

χορεύουμε; ρωτούσαν οι άγγελοι
δεν μπορούσες παρά να δεχτείς
ενώ το θέαμα συνεχιζόταν
γινόταν σαν παλιά γκραβούρα
όπως  σε οδηγούσε όλο πιο βαθιά
μεσ’ στις ουράνιες ώρες


Τίμημα

Χτες βράδυ ένα αστέρι κομματιάστηκε ψηλά στον ουρανό
Θραύσματα όμοια μα αλλιώτικα σαν πρόσωπα
Μετεωρικά πέφταν κόκκινα καμμένα
Ορυκτά από κοινή φωτιά πλασμένα
Βυθίζονταν στο οξυγόνο με μια κραυγή
Χαράζοντας τις τροχιές μιας σφραγίδας
Πάνω από τη νυχτωμένη πόλη

Ήταν λίγο πριν απ’ το χάραμα
Την ώρα που όλοι τα πάντα αρνούνται
Που οι λάμπες φύλακες γλύφουν την φλόγα τους
Τρομάζουν και μένουν με έναν τρόπο αρχαίο παγωμένες
Η ώρα που η φωτιά στην γη μου έπεσε
Και χωρίς ερωτήσεις χωρίς περίσσιες εξηγήσεις
Από την γη μ’ ένα φτερό νυχτερινό με πήρε


Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011


                                           Τάξη

Πάνω σε κάθε τι κάθησε
Μια ψεύτικη τάξη
Βλέπω την ζωή μου να μετριέται
Με μια ψεύτικη τάξη
Ενώ τα  πράγματα του κόσμου
Στροβιλίζονται αργά στον ουρανό

Κανείς δεν καταλαβαίνει
Αυτό το ρολόι
Που επιμένει να χτυπά τακτικά
Μετρώντας ακριβοδίκαιες μονάδες
Επειδή έχει χαλάσει
Αυτό το ρολόι
Με δυό σταγόνες αίμα αντί για δείκτες
Ρέει ανάποδα στον χρόνο

Έξω τα σπίτια
Έχουνε παγώσει
Ο χειμώνας σφίγγει ποτίζει τους τοίχους
Στο μεταξύ
Μέσα στο σπίτι κρυμμένο
Ζει ένα άλλο σπίτι
Ένα αόρατο κορμί
Που δεν ξέρει ή δεν θέλει να μιλήσει
Μια ρωγμή στον τοίχο
Η σιωπή της φτιάχνει
Σκόνη που σκεπάζει τις ώρες
Μέσα στο σπίτι
Έξω απ’ το σπίτι
Το ρολόι χτυπάει

Πάνω σε κάθε τι κάθησε
Μια ψεύτικη τάξη
Όπως την βλέπω τη μετρώ
Με όση ζωή ελεύθερη
Έξω της κυλάει
Μια αργή αιμορραγία από φωτεινές κόκκινες σφαίρες
Που στροβιλίζονται ψηλά στον ουρανό




                                         Σπίτι

Γιατί αυτός κι όχι εγώ;
οι ερωτήσεις χτίζουν τοίχους
οι απαντήσεις λιώνουν και σκορπούν σαν πάγοι στο χαλί
το σπίτι μένει κρύο μεσ’ στο καλοκαίρι
με μια πένθιμη διάθεση στα στόρια
μια αχτίδα κόβει την σκόνη και το βιβλίο
όπου τρία δάχτυλα αφήσαν τυπωμένο
έναν χαιρετισμό που σβήνει

γιατί αυτός;
ένα όνειρο από τα πριν
ένα όνειρο για τα μετά μεσολαβεί
δεν κατάλαβες ακόμα πώς ζεις;
δεν γνωρίζεις τον καθρέφτη μα ο καθρέφτης σε γνωρίζει
μια πένθιμη διάθεση φυτρώνει στον ήλιο
φεύγοντας από τον τοίχο με τα βήματά σου
μια πόρτα κλειστή

γιατί;
μετά από καιρό η ερώτηση μένει ακρωτηριασμένη
ακίνητη
όπως ίσως μια πόρτα
όχι μια στέγη
μια σκέψη που εξατμίζεται σαν ιστορία
μέσα στο σπίτι που ξυπνά
τα παράθυρα σα μάτια
τα χέρια σου σαν στόμα
το στόμα σου σαν τέλος 


 

 

Σαν ελληνική ταινία



Πρώτα  το σενάριο
πρόσωπο γριάς γυναίκας στριμωγμένο τρωκτικό στην γωνιά του παραθύρου
ελέγχει
ο δρόμος είναι άδειος
λίγο πιο πέρα ένας μπεκρής τραγουδάει μεσ’ στον ήλιο
για την πατρίδα του τη Σαλονίκη
ιδρώνει
ματώνει
παραληρεί
ο ήρωας μόνο κοιτάει

δεύτερη η φωτογραφία
o ήλιος εκτυφλωτικό κερί στον ουράνιο βωμό
μια αχτίδα δεμένη με  δέκα λεπίδες
μια ξασπρισμένη γειτονιά από κάτω
μια πέτρα με ξεραμένο αίμα στην άκρη
δοσμένη με ελκυστικά καφετιά

τρίτη η σκηνοθεσία
κάθετη εφόρμηση στην ζωή
τα λόγια λεπταίνουν και γλιστρούν
στην σκορπισμένη σαββατιάτικη αγορά
πετούν τα αόρατα βομβαρδιστικά της τρέλας
ένας μικρός αέρας παρασέρνει
χαρτοσακούλες και σκουπίδια
ο ήρωας ακόμα κοιτάει

τέταρτη
η αγάπη των ανθρώπων στα σκοτεινά
αφήνοντας πίσω βαθυκόκκινα ίχνη
απομακρύνεται στην έξοδό μας


πέμπτη απ’ άκρη σ’ άκρη η σιωπή
όπως πάντα στο τέλος γυμνή
άνευ συντηρητών κι άνευ σχολίων




                                   Παράθυρο

Έξω παντού γλυκιά σιωπή
Αχνοβολούσε στην αυλή του χόρτου ο ιδρώτας
Όπως μοχθούσε από το χώμα

Στον ουρανό είχε παγώσει το φεγγάρι
Πέφτοντας σαϊτα προς την δύση
Τα φώτα της πόλης μακριά ζωντανεμένα
Πλέανε κι αναχωρούσαν

Είχε βάψει μέσα ουρανό στην οροφή
Σύννεφα στα μάτια όπως έπρεπε
Μια κίτρινη λάμπα που κάθε λίγο σκόνταφτε
Σαν φτηνό εφέ σε τραινία μυστηρίου
Φώτιζε πλάγια όπως  ο ήλιος

Όταν ο άνεμος είχε αρχίσει
Δυνατά να τον σηκώνει
Άνοιξε το παράθυρο
Τέσσερις γωνιές στους τέσσερις τοίχους
Άνοιξε το παράθυρο και μπήκε

Έξω το φεγγάρι συνέχισε να πέφτει
Τα χόρτα στέναζαν στο βράδυ
Τα πλοία σπίτια τρέμανε και χάνονταν
Στην κόψη του ορίζοντα

Μέσα στο δωμάτιο
Ένα παράθυρο ανοιχτό
Και τίποτε άλλο 


Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

 

Παλιά καρδιά


Σκάβοντας δίχως να ψάχνει
Εκεί την είχε βρει
Μέσα στο χώμα μια καρδιά
Λεκιασμένη απ’ την γη
Λασπωμένη με το αίμα
Μια παλιά καρδιά
Που χτύπαγε ακόμα



Ντοκιμαντέρ


                                                           Για τον Αβράαμ Κάουα

Φαντάσου
Κανείς δεν ήρθες στην κηδεία σου
Ο κύριος που πουλούσε παγωτά
Ανέβηκε σαν μπαλόνι προς τον ήλιο
Οι μαύροι γονείς με τις ομπρέλες
Βυθίστηκαν λοξά στο χώμα
Οι πέτρες πηδήξαν έξω απ’ την γη
Παιχνίδια ξεχασμένα στην αυλή

Περπατώντας στο πεζοδρόμιο το ανοιξιάτικο πρωινό

Σμιλεύοντας αγγελικές μορφές στο φως
Την καθαρή καρδιά ενός παιδιού στο φως
Πάνω στον σωρό με τα σκουπίδια
Κόκκινο θεϊκό γλυπτό το κορμί της
Αναδίνει θέρμη και την παλιά αγάπη
Ξεχνιέσαι ξανασκύβεις
Σε μια στιγμή γαλήνης
Ο πόνος φέρνει πόνο
Τρέφει ποτίζει τον ανασταίνει τρυφερά
Η ανάμνηση γρήγορα ξεθωριάζει απ’ τα κλεισμένα μάτια
Τα δικά σου όπως τα δικά μου
Μαζί

Είχε αρχίσει να βρέχει
Και σαν από σύνθημα ο κόσμος είχε αρχίσει να σκορπίζει
Θρηνώντας ακόμη χαθήκαν στα σκοτεινά τους αμάξια
Με ένα θρόισμα ένα τέλος
Στα δροσερά δάκρια και στους καραμελωμένους ουρανούς
Στις απώλειες και στα κέρδη




Λειψή αντανάκλαση

Αν είχα ένα όνειρο
Θα ’χα  έναν καθρέφτη
Αν είχα έναν καθρέφτη
Θα’ χα που να πάω
Αν είχα που να πάω
Θα ‘ ταν για μια δουλειά
Αν ήταν για μια δουλειά
Θα ‘χα που να πάω
Αν είχα που να πάω
Θα ‘χα έναν καθρέφτη
Αν είχα έναν καθρέφτη
Θα ‘ χα ένα όνειρο


                                      Βαν Γκογκ
                                       
Η πιο γηραιά πολίτης του κόσμου θυμάται τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ
«ήταν άσχημος σαν την αμαρτία και βρώμαγε οινόπνευμα»
όσο πολύ παλιώνεις τόσο πιο λίγο ξέρεις πόσο λίγο ξέρεις
«ο Θεός θα μ’ έχει μάλλον ξεχάσει»

ναι
ανάμεσα στον σταυρό και στο μνήμα
ο Θεός πάντα σε ξεχνάει
κι ο ουρανός ακτινοβολεί
φως από τα στόματα
ακάθαρτων αγγέλων
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

 

 

Αντίστροφη ευτυχία


τα βήματα έξω απ’ την πόρτα πλέον προσπεράσαν
το τηλέφωνο σταμάτησε κι αυτό πια να χτυπάει
ο ήλιος αβίαστα  χαράζει το επουράνιο γυαλί
κι ένα περιστέρι κατηφορίζει τον ορίζοντα
όπως και χτες η θάλασσα αύριο
θ’ αντανακλάει τα σύννεφα
τα σύννεφα την θάλασσα
δε με θυμάται κανένας
δεν θυμάμαι κανέναν
η μέρα ανενόχλητη
και όμορφη
κυλάει




                        Ανάμεσα σε δύο κόσμους

Η άνοιξη στέγνωσε και άνοιξε στα δύο
Το καλοκαίρι σφήνωσε στον πάγο και βογκάει
Αρπαγμένες από μια κρυφή παράλυση
Οι κινήσεις των ανθρώπων μαρμαρώσανε
Σαν παλιά φωτογραφία
Ο κόσμος χαλάει
Δεν το βλέπεις;

Τα ρούχα χώνονται στην σάρκα
Στα πρόσωπα το τεντωμένο δέρμα
Αρχίζει να σκίζεται
Τα δέντρα που πεταχτήκανε στον ουρανό
Ξαναχτυπούν την γη και την σπάζουν
Κάτι βγαίνει από μέσα
Δεν το βλέπεις;

Τα σύννεφα πρηστήκανε από το σκοτάδι
Γκρεμίζονται αργά από τους θόλους
Η θάλασσα περπατώντας πετρωμένη στην στεριά
Ραγίζει
Ο ήλιος έφερε χειμώνα την θύελλα και το νερό
Κι ο κόσμος πετάχτηκε από τον ύπνο
Με χρώματα ξένα στο φως αγριεμένος

Μόνο τ’ άστρα που χαράχτηκαν στο μαύρο
Σαν απόμακρη βουή αντιλαλούνε
Κάθε νύχτα
Κάθε μέρα
Εκείνα τραγουδούνε
Ανάμεσα
Στους δύο κόσμους


                      
   Aυλή

Φαντάσματα πουλιών  στον ουρανό
Περιστέρια σκοτεινιασμένα
Ένα μαύρο σκυλί ακίνητο
Πεταμένο κουρέλι στην αυλή
Περιμένει την γυναίκα που συντροφεύει
Συντροφεύει την γυναίκα που περιμένει
Να κατέβουν οι κύκλοι απ’ τον ήλιο
Ο μαύρος κύκλός απ’ τον ουρανό
Και να τη στεφανώσει




10

ήταν ένας άνθρωπος 
είχε κάπου να πάει
μα δεν ήξερε ποιος ήταν
ήτανε δυό άνθρωποι
που άγρια χορεύαν
σ’ έναν καθρέφτη σκοτεινό
ήτανε τρεις άνθρωποι
 είχαν από έναν φίλο
είχαν από έναν εχθρό
ήτανε τέσσερις άνθρωποι
τέσσερις δρόμους είχανε στον κόσμο
ένα τετράγωνο γαλανό
ήτανε πέντε άνθρωποι
είχανε πέντε δάχτυλα
πέντε μοίρες να κρατούν και να αφήνουν
ήτανε έξι άνθρωποι
στην θάλασσα από πάνω έξι καθρεφτίσματα
κι έξι σκιές στα πέπλα του νερού
ήτανε εφτά άνθρωποι
εφτά γενιές αλλάξανε
 κι εφτά ξανά γεννήθηκαν
ήτανε οχτώ άνθρωποι
δυό δυό για να θυμούνται
τις άκρες τις δεμένες
ήταν εννιά άνθρωποι
με μιας όλοι σιωπήσαν
τα είδωλα χαθήκανε οι κόσμοι τους κρυφτήκαν 
ήτανε δέκα άνθρωποι
ο ένας κι ο κανένας
κι επειδή μόνο ένας ήτανε
δεν έμεινε κανένας



8,23


τι γρήγορα που πέφτει η νύχτα
δυτικά σύννεφα κυλούνε σα μυλόπετρες λιώνοντας τον ήλιο
γείτονες φαντάσματα βουλιάζουν σε καρέκλες μαλακές
χωρίς μορφή διπλωμένοι σαν κατάρες
πλουτίζουν το μισοσκόταδο

ξεκοιλιασμένα σκουπίδια στη γωνιά μια κρύα παλιά ιστορία
σκοινιά από γλυκό γιασεμί ολοκληρώνουν
ένα άφαντο ικρίωμα
το αίμα χτυπάει ακόμα τον ρυθμό
οι φλέβες πατούν κλείνουν τα μάτια
κι η αγωνία σαλεύει μια στιγμή μέσα στον ύπνο

τρία παιδιά στο δρόμο
ίδιο πρόσωπο μοιρασμένο μ’ ένα γέλιο
μιλάνε πιο δυνατά όσο το φως λιγοστεύει
και τα φύλλα τρέμουν χτυπημένα από έναν αέρα που δε νιώθω
μια νυχτερίδα γράφει γωνίες κόντρα στη δύση
σπίτι της όλο
το σκοτάδι

τι γρήγορα
τι γρήγορα που πέφτει η νύχτα 


 

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.