Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012


O ελεγκτής


Καθόμουν πίσω- πίσω στην γωνία σε ένα ξέχειλο λεωφορείο.
Η μπροστινή πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Θάνατος.
Έμοιαζε γύρω στα 60, είχε άσπρα μαλλιά κι άσπρα μάτια.
Η στολή του ήταν μαύρη, χωρίς διακριτικά.
«Εισιτήριο» ψιθύρισε στον πρώτο επιβάτη.
Εκείνος του το έδειξε και εξαφανίστηκε.
Ο Θάνατος συνέχισε, κοιτάζοντας μπροστά με τα άσπρα του μάτια.
Όλοι έδειχναν το εισιτήριό τους κι εξαφανίζονταν.
Επικράτησε πανικός, κόσμος ποδοπατιόταν, πάλευαν να ανοίξουν τις πόρτες
Αλλά το λεωφορείο δεν σταματούσε.
«Εισιτήριο» ψιθύριζε κι ένας – ένας χάνονταν από τα μάτια μου.
Άδειασε το λεωφορείο κι έστεκε πια μπροστά μου.
«Εισιτήριο» ψιθύρισε. «Απεριορίστων διαδρομών», απάντησα.
Με κοίταξε μια στιγμή με τα άδεια  του μάτια, χαμογέλασε κι εξαφανίστηκε.
Το λεωφορείο συνέχιζε να τρέχει, ποιος ξέρει που, στην μαύρη νύχτα.
Συνέχισα να κάθομαι. Δεν γύρισα στον καθρέφτη να κοιτάξω τον οδηγό.



Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Φάντασμα

Το εισιτήριο στην τσέπη μου πάλιωσε, σχεδόν κουρελόχαρτο πια
Δε με βλέπει κανείς που ασυνείδητα ελεύθερος κυκλοφορώ
Μόνο τα μικρά παιδιά ίσως, φοβούμενα κατόπιν να κοιμηθούν
Και κάποιοι τυφλοί που ξαφνικά ρωτούν «ποιος είναι εκεί»
Παρόλο που αθόρυβα νομίζω περνώ αόρατος διαβάτης
Ο νους μου  περιπλανιέται κάποτε σε ό,τι είχα κάποτε
Δε με βάρυνε και κάποτε, ναι, κάποτε χαιρόμουν όπως οι άλλοι
ωστόσο βρίσκω την κατάσταση δικαιότερη τώρα
Διότι όπως μου είπε δεν καταλαβαίνω ούτε τον εαυτό μου
Δεν ήξερα αν ήταν κακό αυτό ωστόσο γύρισα και είπα
«από την παρουσία μου απαλλάχτηκες
από την απουσία μου δεν θα απαλλαγείς ποτέ»


Από τότε ταξιδεύω


Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

 

 

 

 

 Ο θάνατος είναι μια πόρτα. Ανοίγει και περνάς.
                                        Ο Τελευταίος Πειρασμός του Χριστού (1988)*

 

 

 

 

Δευτέρα


Ούτε καληνύχτα, ούτε καλημέρα, ματιές στον αέρα.
Μόνο μια οριστικότητα προσχεδιασμένη.
Πρόωρη εβδομάδα των παθών, χωρίς φώτιση ή σωτηρία.
Μόνο σταύρωση, κι αυτή πολιτισμένη.
Ήρθε η ώρα κι έφυγε, θαρρείς σαν κάθε άλλη μέρα.
Ανταλλαγές απαίσιες, συναίσθημα κομμένο στα δύο.
Ξανά στο μπαλκόνι, δύο λεπτά αργότερα.
Κρύο και το τοπίο φρικτά ίδιο.
Οι Ιουδαίοι στην καθημερινότητά τους.
Σταυρώνoνται βλέπεις μεσσίες δυο τη μέρα.
Ο ουρανός δεν τρέμει. Ήλιος χειμωνιάτικος θαμποβγαίνει.
Ανάσταση για σήμερα καμία. 





Τρίτη


Τελικά δεν είναι τόσο άσχημα
Δυο καρφιά στα χέρια
Ένα στα πόδια
Όσο για να μην πέσεις
Ούτε που φαίνεται το αίμα
Πολύς χρόνος να περιμένεις
Ώσπου να τελειώσεις
Ωραία θέα
Και να σκεφτείς
Το πλήθος από κάτω ουρλιάζει
Ο καθένας τα εγκλήματά του
Μπας και τα πάρεις μαζί σου
Οι φωνές τους γίνονται σιγά- σιγά βουητό
Και μετά θόρυβος στατικός
Σαν τηλεόραση δίχως κανάλι
Μοιάζουν μικροί από δω πάνω
Χειρονομούν σαν νεκροί οργισμένοι
Που τον θυμό τους δεν ξεχάσαν
Κάποιος να τους λύτρωνε μακάρι
Να μη χαλάνε βέβηλα την σιωπή
Κοιτάς δεξιά κοιτάς αριστερά
Χριστός πουθενά
Αν πέθανες για τις αμαρτίες των άλλων
Μια φορά κάνεις το λάθος
Ξεχνώντας τόσες πίσω
Σ΄ έναν κόσμο χωρίς σωτηρία
Άρα πρέπει να είσαι ο ληστής
Τι έκλεψες;
Δεν θυμάσαι
Ποιος σε έδεσε στον σταυρό;
Δεν θυμάσαι
Ελπίζεις μόνο να τον κουβάλησες
Με το κεφάλι ψηλά
Όσο καιρό τον έσερνες
Σε όλη εκείνη την ανηφόρα
Πώς την λέγαν;
Τα σκυλιά γαυγίζαν ενώ στραβοπατούσες
Κι αόρατα μαστίγια ξεσκίζαν από μέσα
Οι Ρωμαίοι που είναι οι Ρωμαίοι;
Ήταν κι οι άνθρωποι αυτοί  μια κάποια λύση
Στάσου όμως να
Ο θάνατος που πλησιάζει
Έρχεται κοντά σου πιο κοντά
Σε φτύνει στο πρόσωπο
Κι απομακρύνεται χαμογελώντας







Τετάρτη

Κοιτάζοντας δεξιά κοιτάζοντας αριστερά
Δυο χέρια στο παλιό ξύλο καρφωμένα
Κι ω σαν θαύμα μια μικρή σταγόνα αίμα
Θα τρέξει ή εκεί θα μείνει;
Θα σωθώ ή με της ζωής θα μείνω τη μνήμη
Άνθρωποι γύρω πουθενά
Κατάλαμπρη έρημος θυμίζει θάλασσα χρυσή
Ανοίγει ο ουρανός ένα μάτι κοιτά ξανακλείνει μετά
Μην τυχόν ουρλιάξω





Πέμπτη


Παίζουν τα μάτια μου με τον ήλιο;
Όχι, δε με τυφλώνει
Ένας άνθρωπος μακριά στον ορίζοντα
Δύο, κρατάει ένα παιδί από το χέρι
Πλησιάζουν;

Με μιας μπροστά μου στέκουν
Το παιδί ίσια στα μάτια με κοιτάζει
Γαλήνιο μες στην άσπρη φορεσιά
Εκείνη είναι στα μαύρα – Μαρία;
Η κουκούλα δεν αφήνει
Παρά απ΄ το πρόσωπό της μια σκιά
Κρατάει μακρύ κάτι
Ναι, είναι κοντάρι
Μαύρο που καταλήγει σε αιχμή χρυσή
-κρίμα, προτίμαγα ένα κόκκινο λουλούδι

Δεν σηκώνει το κεφάλι
Μα είναι σίγουρη ξέρει τι κάνει
Γυρίζει το παιδί γοργά
Από την άλλη να κοιτάζει
Φαίνεται τη ματιά του θα πάρω μαζί μου
Απ΄ όλη την ερημιά του κόσμου
Της ψυχής μου

Μια στιγμή μετά η θεάρεστη
Σηκώνει απότομα το χέρι

Τελείωσε






Παρασκευή


Σκοτάδι παντού
Τα μάτια μου δεν συνηθίζουν πια
Κάπου πολύ μακριά
Άνθρωποι ακούγονται
Τραγουδούν ή θρηνούν- ίσως κάνω λάθος
Δε νομίζω να ακούω πια

Δεν πονάνε πια
Μήτε χέρια μήτε πόδια μήτε σώμα
Άδειο το μυαλό μου
Κι όμως γεμάτο όνειρα φευγαλέα
Ζωές περνάνε σαν καρέ
Δικές μου; Άλλες; Πράγματα ωραία;
Κλείνω τα μάτια
Στην δροσιά που με τυλίγει
Κάποιος ψιθυρίζει






 

Σάββατο


Δεν ξέρω πλέον ούτε αν έχω μάτια ανοιχτά
Ούτως ή άλλως δεν βλέπω
Η δροσιά σαν σε κομμάτια να κόπηκε
Αγγίγματα;
Παράξενο να το αισθάνομαι
Σαν φορεσιά με τυλίγουν
Μες στο σκοτάδι φαντάζομαι
Πρόσωπα άφυλα να χαμογελάνε
Κάποιος ψιθυρίζει
Όλα παράξενα
Σαν μια ταραχή αόρατη
Ή κάποια γιορτή να πλησιάζει
Μα από πού δεν ξέρω
Μόνος ή όχι
Παντού ή πουθενά
Είμαι πια ο τρελός;

Θεόρατα ύψη
Απύθμενα βάθη





Kυριακή

Ξύπνησα
Το σκοτάδι είχε φύγει
Τώρα φως
Τυφλώνει άλλοτε
Γίνεται σκοτάδι
Μετά πάλι φως
Σαν τα μάτια μου ξανά να βλέπουν
Σαν κάτι καινούργιο
Να άρχισε να ζει
Κοιτάζω τριγύρω φως
Κάποιος ψιθυρίζει μα
Ξεχωρίζω λέξεις
Λόγια τώρα
Μιας γλώσσας που δεν υπάρχει
Το φως χαϊδεύει με κυκλώνει
Από τον ήλιο πιο απαλό
Αδιόρατες γραμμές αργοκίνητες
Σαν κύματα ή φλόγες που δεν καίνε
Ένα πρόσωπο σχηματίζουν
Που ξάφνου από πολύ παλιά θυμάμαι
Κι ας μοιάζει συνέχεια ν’ αλλάζει
Πλησιάζω φλόγες κύματα με σηκώνουν
Σαν άλλα χέρια μ’ αγκαλιάζουν
Χορεύοντας αργά με διαπερνάνε
Σβήνοντάς με
Όλα φως
Κι η σκέψη η τελευταία

Επιτέλους

Είμαι σπίτι









ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΩΤΗ

*Ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, βασισμένη σε βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, που κατέβηκε βίαια από τις κινηματογραφικές αίθουσες στην πρώτη προβολή της από Ορθόδοξους Χριστιανούς, πιθανώς με υποκίνηση από διάφορες άλλες πηγές. Εκτός των άλλων, η ενέργεια αυτή πιθανώς προσβάλλει το άρθρο 13 του Συντάγματος περί ανεξιθρησκείας, δεν θυμάμαι όμως -πολλά τα χρόνια- να ασχολήθηκε αυτεπάγγελτα ή μη ουδείς εισαγγελέας.
 Η οργή τους ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί, καθώς στην ταινία ο Ιησούς παρουσιάζεται όντως σαν Θεάνθρωπος, αλλά ίσως πιο ανθρώπινος από ό,τι θα ήθελαν, και είναι δύσκολο πάντα να εκλογικευτεί η οργή του φανατισμένου (εάν δεν κάνω λάθος, το ζεν είναι η μόνη θρησκεία που δεν προκάλεσε θρησκευτικούς πολέμους, ανάμεσα σε όλες τις εξωτερικές θρησκείες που μιλούν ομού για την Ειρήνη). Οι δε διάλογοι της ταινίας δεν μπορούν να θεωρηθούν "λανθασμένοι " από κάθε σύγχρονη πίστη, καθώς τα λόγια του Χριστού μεταφέρθηκαν από τρίτους, και, πέραν αυτού, για το ποια από τα ευαγγέλια θα θεωρηθούν ιερά και ποια όχι αποφάσισε η ίδια η  εκκλησία, αιώνες μετά την ζωή του Ιησού.
Τα παραπάνω βασίζονται σε ιστορικές, σύμφωνα με την γνώση μου, πηγές, και διόλου σκοπό δεν έχουν να μπουν σε αντιπαράθεση με την οποιαδήποτε εκκλησία -  ακόμα και εκείνες που διαλαλούν στους λάτρεις τους να διαμοιράσουν τα ιμάτιά τους (όχι ότι είδα πολλούς να το κάνουν), ενώ οι ίδιοι οι ηγέτες τους κυκλοφορούσαν , χρυσοποίκιλτοι και διόλου λιτοδίαιτοι , σε πανάκριβα αυτοκίνητα, ειδικά κατασκευασμένα στην Γερμανία. Επίσης, αντιμετώπισαν τον θάνατο με τηλεοπτική ευπρέπεια, αλλά φανερό τον τρόμο στα μάτια, παρόλο που σύμφωνα με τις διδαχές τους δεν μπορεί παρά να τους περίμενε ο Παράδεισος. Δεν θα αναφερθούν βεβαίως ονόματα, προς αποφυγή της προσβολής της μνήμης οποιουδήποτε νεκρού ή νεκρών.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

 ד   
 Ντάλεθ, μια από τις παρόμοιες προφορές του τέταρτου  γράμματος του παραδοσιακού εβραϊκού αλφάβητου. Το  νόημά του είναι  πόρτα. Ως τέταρτο, ισαριθμεί  με  το Τετραγράμματον, το απρόφερτο όνομα του Θείου στα εβραϊκά. Μία από τις χρήσεις του είναι να αποδίδει το Θείο με έναν μη ιερό (λατρευτικό) τρόπο.






Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.