Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012


Αναχωρητής

I don’t care ‘cause I’m not there

I don’t care if I ‘m here tomorrow
Again and again I ‘ve tαken too much
Of the things that cost you too much

                                                New Order, True Faith 


O θάνατος ήρθε πρώτη φορά σπίτι μου όταν  ήμουν έξι χρονώ. Τον είδα τυχαία, περαστική σκιά να γλιστρά στην κρεβατοκάμαρα.
Από τότε δεν σταμάτησε να με επισκέπτεται – και να με σκέπτεται, όσο μεγάλωνα κι εκείνος έβλεπε. Γύρω στα 16 μου βγήκε από το χαρτί και μου μίλησε.

Έγραφα ένα  ποίημα εν αγνοία μου, δίπλα στη ζωγραφιά ενός λεπτού μελαχρινού    άντρα ντυμένου με κατάμαυρη κολλητή φόρμα, μίμος ίσως ακροβάτης σκιές στα χαμηλωμένα μάτια. Γύρισα και τον είδα να κοιτάζει το χαρτί μου:

Άλογό μου αγαπημένο

που με βλέπεις λυπημένο
τον καημό μου αν θες να σβήσεις
μην σταματήσεις

Γέλασε. Του έφερα μια καρέκλα να καθίσει. Με κοίταξε με τις σκιές του. «Είναι τόσο αστείο;» ρώτησα. Έβγαλε από κάπου κι άναψε ένα τσιγάρο. Εκπνέοντας, μίλησε με φωνή απαλή. «Δεν είναι τόσο εύκολο μικρέ».
 Έμεινα ακίνητος απέναντί του. Κοίταξα κάτω μια στιγμή, σκέφτηκα πώς ήταν καλή ευκαιρία. «Που πάνε οι ψυχές όταν χάνονται οι άνθρωποι;»
Σχεδόν χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι κι έδειξε αόριστα τριγύρω, με τον καπνό να ακολουθεί σα φίδι τα λεπτά δάχτυλά του. «Ξέρεις και ποτέ δεν θα μάθεις». Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο, τρομακτικά βαθιά. « Εγώ απλώς μεταφέρω στο σταυροδρόμι».Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι. Ανασήκωσε τους ώμους σα να μονολογούσε, αφηρημένα «όλοι χρειάζονται ένα φίλο εκείνη την ώρα».
 Έμεινε λίγη ώρα σκυφτός και σιωπηλός, καθρέφτισμα.  Έγειρε έπειτα αβίαστα προς το μέρος μου και μου είπε με φωνή χαμηλή, θαρρείς και κάποιος θα τον άκουγε: «Ο Θεός δεν αγαπάει τους δειλούς».

Εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο το τσιγάρο να καπνίζει στο τασάκι, με τον καπνό να ανεβαίνει ευθεία επάνω.

Γύρισα και κοίταξα ξανά την σελίδα. Με τα γράμματά μου

Δική σου η ζωή του αναχωρητή    


Ποίημα και ζωγραφιά είχαν χαθεί. Πήγα την άδεια καρέκλα στην θέση της. Μου φάνηκε ελαφρύτερη από πριν.

Τόσα χρόνια δεν τον ξαναείδα. Σπούδασα, ζήτησα γιατρειά, προσευχήθηκα, γνώρισα γυναίκες, ταξίδεψα σε μέρη πύρινα, έξω από τον κόσμο, άνθρωποι έφευγαν, άλλοι έρχονταν, το συνηθισμένο αλισβερίσι,  έγραφα χωρίς να ξέρω για ποιον απομνημονεύματα χωρίς αποδέκτες. Δική μου η ζωή του αναχωρητή - παράξενη, αόρατη, στενό μονοπάτι.

Κάποτε φάνηκε να ησύχασα, με μια γυναίκα κι ένα παιδί με μάτια άστρα. Θέλησα να γίνω άνθρωπος σαν τους άλλους, φίλους, παρέες, την περιστασιακή χαρά.
Εκείνος όμως δε θα με άφηνε να ξεχάσω. «Είσαι εδώ;» σκέφτηκα μια νύχτα, σκυφτός κάτω από την πανσέληνο. «Πάντα» είπε το μυαλό μου. Και μου έδειξε. «Τίποτε δεν κρατάει».

Έτσι κι έγινε. Έτσι και γίνεται. Ψυχές αδιάβαστα μηνύματα, σφραγισμένα μπουκάλια στου κόσμου τον γκρίζο ωκεανό, παρασύρονται στα κύματα – που μπορεί να πάνε;

Ξανά στο μηδέν, κανονισμένος και χωρισμένος σε κομμάτια μα ούτε καν εδώ, θυμάμαι: δική σου η ζωή του αναχωρητή.  Δεν ξεφεύγεις ούτε έτσι..
Βλέπω τον εαυτό μου να περπατά στον δρόμο, να χαμογελά, να σφίγγει χέρια ανθρώπων. Τους ξέρω, μα δεν αναγνωρίζω κανέναν.
Η ζωή χύνεται από ψηλά, πολύβουος καταρράκτης σταματά ένα χιλιοστό από το δέρμα μου. Δεν με αγγίζει, τίποτα. Δεν αναγνωρίζω κανέναν. Ξέρω μόνο ότι κανείς δεν θα ξεφύγει.
Και περιμένω, μέσα στην ουράνια ησυχία, την ώρα που θα ξαναδώ τον παλιό μου φίλο.

Το τσιγάρο στο τασάκι ακόμα  καπνίζει, με τον καπνό να ανεβαίνει ίσια επάνω, κόντρα στον απογευματινό ήλιο μια λεπτή γραμμή από φως που σβήνει τα πάντα.


0 σχόλια: