Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Λάτρεις του αειθαλούς

Τα φώτα πρόδωσαν τη νύχτα
τη νύχτα που μας ανήκε
Στα σπαράγματα της μέρας
ακούγονταν τιτιβίσματα
Χαράς που τελείωνε

Σε τούτο ωστόσο το σημείο φάνηκες πάλι εσύ
Διαλέγοντας αγγέλους  στην κόψη των κόσμων
Σαν νύχτωσε καθίσαμε πάλι μαζί
Και είδαμε θαύματα στα άστρα

Ο κύκλος κλείνει δεν υψώνει ώσπου να δεις
Από ψηλά πιο κάτω και από δέντρα
τα φύλλα όπως πέφτουν κάθε ένα
Και πριν αγγίξει την γη πλέον τη ζωή του

Αυτή ακριβώς η ζωή είναι ο θάνατός σου
Κι όλα τα άλλα όσα θέλησες
Όμορφα και ξεχασμένα κάτι σαν
Απλά σημεία των καιρών 


Μια ζωή

Ήταν η κραυγή θεσπέσια αγωνιώδης
και ίδια η σιγή μετά



 

Κάτω


Να δω τον ήλιο ή να πέσω κάτω;
Όσο σκούραινε η θάλασσα
απλωνόταν η σκιά σου
Στον καιρό και στον κόσμο
Κάτω από το δέντρο και μέσα
στην τρομερή ζέστη

ό,τι όμως σηκώνει
συνεχίζει μόνο όσα δεν είσαι
πίσω από το φως
ιχνηλάτης κρυμμένων στα σύννεφα
κορυφών
‘κεί που ο αέρας αραιώνει σε αναγκάζει
να ανοίξεις σπαρακτικά το στόμα να δεις

μιλάμε ξεχνώντας
γράφουμε ξεχνώντας
θυμόμαστε ξεχνώντας
άστρα χύνονται πάλι στο μαύρο
και παγώνουν εκεί με μιας

δεν ήξερες στον καιρό με τον κύκλο
δεν ήσουν ποιος ξέρει με τον καιρό
συνήθεια γύρω γύρω έγινες

Να δω τον ήλιο ή να πέσω κάτω;
Ήσουν τώρα άλλο πράγμα
ή θα μ’ αλλάξεις ξανά με αίμα

Ξημέρωσε
Ή ακόμα μ’ ονειρεύεσαι

Ξύπνα 


Ηλιοβασίλεμα για αρχάριους


Πριν το έργο ξεκινήσει ξανά από την αρχή
δεν παίρνεις κόσμο στην σκηνή
μα ό,τι σου άφησε ο χορός
σαν σβήσανε τα φώτα

Τη νύχτα όλοι ονειρεύονται 
μα χαλκός μοιάζει σαν χαράζει
το αίμα δροσερό πρωί
μετά ο  ήλιος μεγαλώνει
της ερήμου τα φευγαλέα φαντάσματα
διασχίζοντας ρυθμικό κυνηγόσκυλο
άλλη μια την απόσταση από εδώ ως εδώ
στον πυρωμένο ουρανό

Οι ώρες περνούν μα πάντα επιστρέφεις

Ασήμι σαν φέγγει σύννεφο
στον ουρανό από το βράδυ πίσω
Στο μαύρο που μας έθρεψε
ελάχιστα επάνω από τον κόσμο


Ικαρος

Στάλα στάλα το σκοτάδι
Κάθε μέρα όπως κάθε νύχτα
Γεμίζει τα μάτια  των ανθρώπων
Με την λαχτάρα του κενού

Στάλα στάλα από ψηλά
Ραγίζει το αίμα τον καθρέφτη
Όπως αδειάζει τα μάτια των ανθρώπων
Με την δόξα του θανάτου

Στάλα στάλα το κερί
σφράγιζε  και σφάλιζε
στο χάραγμά του όμορφες μορφές
όσα φέρνει και όσα παίρνει ο καιρός

ώσπου σήμανε η ώρα
ώσπου μίκρυναν οι ήχοι
ώσπου χάθηκε η γη  κάτω από τα πόδια
και τον αγκάλιασε  όπως παλιά το φως


Η μοιρασιά


Δόξα φορτωμένη στα καρότσια των ωρών για τους φοβισμένους
Πλούτος σε σφαλιστά θησαυροφυλάκια για  τους ξεπουλημένους
Πόθος απόκτησης της αλαβάστρινης ομορφιάς για τους πεινασμένους
Κι ένας  άγριος θεός κατά εικόνα και  ομοίωση για τους δαιμονισμένους 

Σιωπή για όσους στην ζωή τους τον γυαλιστερό καθρέφτη δεν δουν
Κανένα στολίδι για όσους ποτέ τους δεν έγινε  φτωχοί να φανούν
Η ομορφιά μακρινών άστρων βέρα για όσους τα πάντα αγαπούν
Και η Νύχτα για όσους μέσα τους το φως κρυφά κουβαλούν


Η εφηβεία των κομητών

Πριν το κοιτάξεις σε διαπέρασε μεταφέροντας εν αγνοία την μνήμη σου
στην απόσταση μεταξύ των άστρων
Ανάμεσα σε ήλιους μακρινούς που ανοίγουν τρεμοπαίζοντας στο κενό
το κόκκινο μάτι της ζωής σου



 Ή

                                Για τον Άκη Καπράνο

Τίποτε δεν μένει
τίποτε δεν αλλάζει
Ο καιρός περνάει
δεν κυλάει στιγμή
Ανάμεσα ονειρεύεσαι
ή ανοίγεις τα μάτια
Με ένα γέλιο
ή με ένα ουρλιαχτό



Έβλεπα μουσική παντού

Έβλεπα μουσική παντού
φίλοι και φίδια ομού αστράφτανε
στην πέτρα την επίπεδη
λάμψη της αγοράς σύννεφα
καλημέρα και αντίο
ανοιγόκλειναν μάτια στον ουρανό
μικρές αντανακλάσεις
στην ίριδα του ήλιου
ενώ το αθάμπωτο μεσημέρι έ
καιγε τον καιρό
αφήνοντας μόνο πίσω
μακριές διακεκομμένες γραμμές
από όνειρα σα να ‘ταν  παραμύθια