Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013



Mall

Είχα δύο παγκάκια να διαλέξω. Το ένα έβλεπε σε μια πυκνή φυλλωσιά – παραήταν εύκολο. Διάλεξα το άλλο.

Ο κόσμος έμοιαζε ψεύτικος, σαν δισδιάστατος, μια βιτρίνα, εξωπραγματικός. Έβλεπα τους αστυνομικούς  να πίνουν καφέ και να καπνίζουν, πλήθος ανθρώπων να προσπερνούν, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν  τις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού κέντρου. Κανείς δεν γελούσε. Κανείς δεν χαμογελούσε. Έμοιαζαν ρομπότ ή υπνωτισμένοι, ζώντας να κοιμούνται.

Κοίταξα το έδαφος. Μετά την πρόσοψη του εμπορικού κέντρου . Μετά τα μάτια μου χαλάρωσαν και κοίταζα μέσα από αυτό πέρα από αυτό. Ένιωθα παρά έβλεπα μια πελώρια σφαίρα, απεριόριστη, σκοταδιού που ήταν φως.  Έμοιαζε ακίνητη,  γαλήνια.  Πήγα πιο βαθιά. Υπήρχε σιωπή, απόλυτη σιωπή. Στο κέντρο της έμοιαζε να υπάρχει κάτι, σα μια μικροσκοπική, απειροελάχιστη κουκίδα. Πλησιάζοντας, κάτι φαινόταν να κινείται, απαλές κινήσεις σαν το όνειρο νεογέννητου. Κινούνταν  τόσο αργά, με το ζόρι σάλευαν, δυνατότητες, απεριόριστες δυνατότητες, ότι μπορούσε να είναι, ήταν και θα είναι. Κι όμως ήταν σύνολο  - καθαρή, απεριόριστη, μη πραγματωμένη δυνατότητα. Ένα. Έλαμπε τόσο διακριτικά, τόσο βαθιά – διαπερνούσε τα πάντα. Τα λόγια δεν την χωρούσαν, μήτε πενιχρές περιγραφές.

Ευχαρίστησα και υποχώρησα. Κοίταζα το εμπορικό κέντρο, οι ήχοι επανήλθαν. Έμοιαζαν όλα πραγματικά, μα όχι ακριβώς απόλυτα ίδια.  Πρώτα υπήρχε, μετά δεν υπήρχε, μετά υπήρχε, μοντέρνο βουνό, το mall.

Σηκώθηκα να γυρίσω σπίτι. Υπολόγιζα ότι μέχρι τώρα θα είχε ζεσταθεί.





Πρόλογος

Πριν ακόμη ξυπνήσω, η φωνή αρχίζει να μιλάει. Σχολιάζει όνειρα,  που πασχίζουν σπλαχνικά να κάνουν την απώλεια πιο αιτιολογημένη, κάνει παραλλαγές, μουσική, χορεύει, με τραβάει να σηκωθώ – αμέσως- και να αρχίσω να γράφω. Η ποίηση είναι πίεση, όπως ο Θεός.

Αρνούμαι. Ώσπου το σώμα μου συνωμοτεί και αναγκάζομαι. Στιγμιαία ο κόσμος εστιάζει: αδικαιολόγητη απώλεια. Καλημέρα. 

Δεν θα βιαστώ ωστόσο να σηκώσω το στυλό (το προτιμώ από το μολύβι, με το οποίο όλα διορθώνονται. Με το στυλό πρέπει να προσέχεις, όπως με την ανατολική καλλιγραφία. Είναι υποχρεωτικό όμως να προσπαθείς – όχι απαραίτητο να πετυχαίνεις).

Αργώ να μάθω. Η μοναξιά τελικά κατάφερε να μου δείξει, όταν έμεινε πια κενή από τις σκέψεις μου:  Βοήθα χωρίς να ανήκεις. Δεν χρειάζεσαι.

 Έτσι, όλο μαζί.

Η γλώσσα, δίκοπο μαχαίρι, κόβει από όπου και να την πιάσεις. Το άφηνα λοιπόν  να μπει έτσι,  16 ώρες συνεχόμενης σιωπής από εχτές το βράδυ. Γρήγορα πέφτει το ψεύτικο αίνιγμα της  αντίφασης.

 Η λογική αντιμιλά σαν κολλημένος δίσκος: το να βοηθάς χωρίς αντάλλαγμα ίσως θείο, το να ανήκεις υποχρεωτικά ανθρώπινο. Οπότε; Οπότε; Οπότε;

Οπότε.

Όλα έχουν δίκιο, μα μόνο το ένα έχει δικαιοσύνη.

Ζητώ ίχνη στο μαρμάρινο πάτωμα. Ένα κοφτερό τρίγωνο λαμπερού ήλιου μου απαντά. Ο ήλιος δίνει ζωή στα κλαδεμένα φυτά, τα φροντισμένα φυτά, τα ποτισμένα φυτά. Τα αγριόχορτα μόνα το ρισκάρουν να μαραθούν, καθώς  φαίνεται. Κάθε εποχή  έχει το τέλος της, έρχεται να τα πάρει όλα μαζί. Τα αγριόχορτα, ωστόσο, έχω παρατηρήσει να αντέχουν . Πάλι, πάντα λοιπόν, κάθε τι που φαίνεται μπορεί να απατά. Το κάνει, γιατί η αλήθεια είναι τυφλή.

Κι ο  ήλιος, φάρμακο ή φαρμάκι;

 Ένα μικρό γράμμα αλλάζει τα πάντα. Γίνεται πεταλούδα, ποιος ξέρει φευγαλέα που θα σταθεί. Γίνεται βόδι, που με το κεφάλι χαμηλά σέρνει σταθερά του κόσμου το αλέτρι. Προτιμούσα πάντα το άλφα.

Η σιωπή νικά  γιατί είναι μια, ενώ οι φωνές πολλές. Αλλού, άλλοι, άλλα. Ας διαρκέσει η χαρά τους.

17. Έτσι