Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012
ο δρόμος του πολεμιστή

                                             
                                              για τον Μαρίνο Καρβελά, φίλο και ποιητή - μια απάντηση





                                      ας πάει ο καθένας στον διάολο με τον δικό του τρόπο

                                                                                                               perdurabo




τι αποκρουστικοί καιροί φίλε μου
να ‘χουν γίνει δυσβάσταχτες οι ανθρώπινες οι πράξεις
σε ένα κόσμο δούλων ό,τι αρπάξεις
και στην κακιά σου τη μεριά ν’ αράξεις
μέχρι να σε σκεπάσει η λησμονιά
όλα γίνανε συνήθεια κι η αήθεια
κι η απάθεια συνροφιά

εμείς όμως πολεμάμε
μόνοι στον κόσμο
ή έστω μόνο χωριστά
μακριά από τον Κήπο να κρατάμε
όλα τα αρπακτικά
μέρα τις μέρες
λέξη τις λέξεις
αίμα τα αίματα
κανέναν δεν ξεχνάμε
μα με το σπαθί προχωράμε
για αδιαφορούς κυνικούς ή καθάρματα
δεν σταματάμε
θα’ ρθει για όλους η ώρα
και πρέπει να σε βρει με το κεφάλι ψηλά
γι’ αυτό σου λέω προχώρα
και πίσω μην κοιτάς
όποιος κι αν νικήσει
για μας δεν υπάρχει ώρα για κρίση
δεν υπάρχει κόλαση για μας


Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012


Το ίδιο


                              Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
                            Τ’ είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ’ ανάμεσό τους;

                                                              Σεφέρης, Ελένη

                    
Πολλά κλειδιά στην τσέπη ή ένα όπλο δίπλα στην καρδιά;
Πολλά καταφύγια ή κανένα καταφύγιο;
Άνθρωποι παντού ή πουθενά κανένας;
Εσύ ή εγώ;
Μέρα ή νύχτα;
Πάντοτε ή ποτέ;
Όλα περνούν ή όλα μένουν;
Υπάρχουν όλα ή δεν υπάρχει τίποτα;
Έχεις δίκιο ή άδικο;
Είσαι ακίνητος ή πηγαινοέρχεσαι σαν εκκρεμές;
Κλαις ή γελάς;
Σοφός ή ανόητος;
Αγαπάς ή δεν αγαπάς;
Μισείς ή δεν μισείς;
Σκοτώνεσαι ή σκοτώνεις;
Σπίτι ή ερημιά;
Θεός ή μη Θεός;
Ζεις ή δεν ζεις;
Ονειρεύεσαι ή είσαι ξύπνιος;
Ποιος είσαι;

Μην αναρωτιέσαι. Δεν υπάρχουν ερωτήσεις. Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Δεν υπάρχει διαφορά. 

Υπάρχει μόνο το ίδιο.






Η μοίρα των ονείρων

                                        Για τον Μίλτο Σαχτούρη

To ποτήρι της χαράς προσπαθούσα πάντα να γεμίζω
Μα κάθε πρωί το έβρισκα ίδια αδειανό.
Σαν κλείνω τα μάτια μπορώ να αναπαυτώ
Από το φάντασμα της αγάπης
Που θλιμμένη ένα κόκκινο κερί κρατάει
Ποτέ δεν μιλάει ποτέ δεν μαρτυράει
Μα θα ονειρευτώ
Πώς κάθε βράδυ που η καρδιά μου ξαναγεμίζει
Φέρνει το πρωί και το γεράκι που την ξεσκίζει
Αχρείαστος προμηθέας στων ανθρώπων την ερημιά
Που όλοι μοιάζουν να βιάζονται να περάσουν καλά
Πριν τους προλάβει – κάτι.
 Έχουν δίκιο, τους προλαβαίνει.
Τότε -  γιατί εγώ εκεί σαν αιώνια μένω
Μέχρι να μάθω το μάθημά μου
Αυτό που γράφει το όνομά μου
Να νικήσω την  ημέρα και το βράδυ
Να αφήσω πίσω το μίσος και το χάδι
Την καρδιά και το γεράκι
Το θέατρο που λέω εαυτό μου
Όπως κάποιος φαρσέρ μοιάζει να το ‘στησε
Γελώντας από μακριά για λογαριασμό μου.
Μα το όνειρο δεν απαντά, μηδέ κανένας άλλος.
Δεν παραπονιέμαι, δεν έχω τίποτα να χάσω
Απλά καμιά φορά αναρωτιέμαι
(Σ)αν έρθει το τέλος - πότε ή ποτέ;
αν μια στιγμή προφτάσω
έστω να χαμογελάσω
στο όνειρό μου έστω
να γελάσω.




Deja vu


Ήρθε πάλι η ώρα να μελαγχολήσει
Δεν άφησε όμως τη μεταμόρφωση να τον στεναχωρήσει,
όχι αυτή την φορά
Τα δάκρυα ήταν ήδη ρανίδες από πάγο
Και το αίμα του καθαρό νερό
Άνθρωποι τριγύρω του γελούσαν
Ή μήπως τα φαντάσματά του
Ό,τι είχε ιερό
Σκέφτηκε πως ήταν μόνος
Μα γέλασε μετά
Όπου κι αν πήγαινε ήταν μόνος
Και τα γέλια του δεν φτάναν
Ούτε ως τα ίδια του τα αυτιά
Από τον άγριο αέρα που λες τον διαπερνούσε
Στέναξε κι έκλεισε τα μάτια
Τα άνοιξε μια στιγμή μετά
Είδε την ανάσα του να αχνίζει
Τις νιφάδες σα σφαίρες να πετάνε
Και παντού τριγύρω την αρκτική ερημιά





                                         Στρατιώτης

              
η αγάπη είναι μια πολυτέλεια που κανείς δεν μπορεί να πληρώσει

                                                                                             Διογένης



οι μέρες περνούν σαν εβδομάδες
οι εβδομάδες σαν χρόνια
εδώ
πόσο καιρό είμαι στον πόλεμο αυτό;
κανείς δεν ξέρει
κανένα γράμμα από την πατρίδα
να με προσανατολίσει
ξέρω μόνο τα χαρακώματα
την επίθεση την υποχώρηση
μπρος πίσω μέτρο μέτρο
και τις πληγές βιαστικά να ράβω

κοιτάζω τριγύρω
κιτρινισμένες ανακοινώσεις για κηδείες
ο τάδε 79, η δείνα 91
(οι γυναίκες πάντα αντέχουν περισσότερο)
δίπλα από τάφους που νοικιάζονται
ξανά και ξανά
πώς φτάσανε τόσο μακριά;
ίσως ήταν πολίτες όχι οπλίτες
-αυτοί που κρύβονται συχνά επιζούνε
ακόμα και μόνο πίσω
από την λεπτομέρεια της άγνοιας

στο πίσω μέρος του μυαλού μου
στα χαρακώματα
φροντίζω να ρίχνω λίγο νερό
σε μια μικρή γλάστρα με χρυσάνθεμα
την κρύβω με κομμάτια από τσίγκο
ανοίγω από πάνω τις σπάνιες μέρες
που οι καπνοί καταλαγιάζουν και βλέπω ήλιο
θεέ μου θα αντέξει;

κάποιος με κοίταξε με απορία
που έγραφα σαν τον τρελό στο σκαλάκι
πάνω από το σακίδιο θαρρείς διαθήκη
τσιγάρο κολημμένο στο στόμα
γύρισα μια στιγμή
πολίτης
κοίταξε αλλού
τρελός ή αίσθηση του επείγοντος;
στον πόλεμο αυτό ποια η διαφορά;
τριγύρω κρυμμένες στα χαμηλά
ρυθμικές δεκαοχτούρες
απαντούσαν πάντα ναι
από την γραμμή μου
λείπαν όλοι οι άλλοι

τα μάζεψα στα γρήγορα βγήκα πάνω
και πήγα όπου είχα να πάω
μέσα σε απόμακρους ήχους εκρήξεων και πυροβόλων
μέσα από συρματοπλέγματα
κάτω από τον γκρίζο ουρανό
με το κεφάλι ακάλυπτο όπως πάντα ψηλά
περιμένοντας την ίσια βολή
που ποτέ δεν ερχόταν


Τρίτη 6 Μαρτίου 2012



Χαλασμένα όνειρα


                          Για τον Σίγκμουντ Φρόιντ

Ήρθε λοιπόν ο καιρός
Που και τα όνειρα ακολουθούσαν την ζωή μου.
Πρόσωπα κάποτε αγαπημένα, ανήσυχα, ταραγμένα,
Επαναλαμβάνοντας ποικιλοτρόπως την ιστορία τους
Μέσα από την λύπη μου για πάντα.
Στα σκουπίδια λοιπόν και τα όνειρα.
Πέρα από το να σε κρατούνε λέει λογικό
Ποια η λογική τους;
Είναι τρύπια, φαίνεται, ούτε καν μια περήφανη τρέλα.
Κατηγορούν. Παρηγορούν. Παραμιλάνε.
Ευχαριστώ πολύ, τα έχω όλα και στο ξύπνιο.
Πέρασε ο καιρός των εξηγήσεων, ξεκουρδίστηκε.
Ίσως γι’ αυτό κι η ζωή μου πια να μοιάζει
Μ’ ένα όνειρο που χάλασε.



Καθαρή Δευτέρα

                                   Για τον Λιούις Κάρολ

 Ρωτά η κυρία δίχως πρόσωπο
-Τι λέει το πρόγραμμα σήμερα;
-Τρέλα, τρέλα, τρέλα.
-Γιατί;
-Είναι άλλη μια μέρα.

Σαν τον λαγό στην Αλίκη
Που όλο έτρεχε με το ρολόι στο χέρι
Χωρίς ποτέ να διευκρινίσει
Σε τι είχε αργήσει
Ίσως για το πάρτι τσαγιού του τρελού καπελά

Σοβαρά τώρα Λιούις Κάρολ
Που έκανες τα κορίτσια
που αγαπούσες από μακριά
παράξενα παραμύθια
είναι λόγος αυτός;

Εδώ πεθαίνουμε τρέχοντας
Παράξενε παραμυθά
Και τότε πάλι δεν σταματάμε
Ούτε για μια ανάσα
Συμβολική




Τοίχοι

                                            Δεν ξέρω αν το ζεις, είπε ο φίλος μου ο Μ.

Δεν ξέρω τι έπρεπε – μια ζωή γκρεμούσα τοίχους,
Έσπασα τον τοίχο των μικρών για να γίνω μεγάλος
Έσπασα τον τοίχο των μεγάλων γιατί ήταν μικρός.
Έσπασα τον τοίχο όσων δεν άντεχαν για να αντέχω
Έσπασα κι εκείνον της αγάπης για να την αισθανθώ.
Έσπασα τον τοίχο του κόσμου η μεγαλύτερη ζωή ν’ αναβλύσει
Έσπασα ταυτόχρονα τον τοίχο του θανάτου.
Γκρέμισα όλες τις εκκλησίες για να βρω τον Θεό.
Έσπασα τον τοίχο της σκέψης- όλα έγιναν απλά.
Έσπασα τον τοίχο του μυαλού μου -  θρυμματίστηκε σαν γυαλί.
Έσπασα τον τοίχο των αισθημάτων με γροθιές. Αυτό πόνεσε πολύ – έτρεχε απ’ τα χέρια μου ποτάμι το νερό.
Έσπασα τον τοίχο του εαυτού μου –έγινε μια πυραμίδα σκόνη πέρα από το κενό.
Έσπασα τον τοίχο του νου κι άνοιξε ο ορίζοντας.
Έσπασα τον τοίχο του ορίζοντα- μα λύγισε, αιθέρια πλαστελίνη των αγγέλων το παιχνίδι.
Είδα τον τοίχο από φως να πάλλεται μπροστά μου.
Τον χτύπησα με το χέρι – το χέρι πέρασε από μέσα.
Τον κλώτσησα – το πόδι πέρασε από μέσα.
Όρμησα με ό,τι μου χε μείνει – και πέρασα από μέσα.

Ούτε τι βρήκα, ούτε για μένα ξανάκουσε κανείς.
Αλλά οι τοίχοι είχαν τελειώσει.




Aδέσποτος

ένας σκύλος απέναντι
γράφει
μαρκάρει περιοχές
περιπλανιέται
εκτός της πολυτέλειας της τουαλέτας
κι ότι δεν έχω καμία περιοχή για μαρκάρισμα
αυτός ο σκύλος
που χάθηκε σε δευτερόλεπτα απ' τα μάτια μου
είναι η ζωή μου όλη


 


Η μεγαλύτερη ζωή

                    Για τον γιο μου, 
που σε δύο μήνες 
μπαίνει στα 8 – 
η πρώτη μας συνεργασία
Στο κρεβάτι ταξίδευα  στο απόγευμα.
«βροχή δεν είναι μόνο η βροχή
είναι η μεγαλύτερη ζωή
αυτή που δεν μπορούν όλοι να ζήσουν»
είπε ο Άρης, ανάμεσα σε παραλλαγές
που έφτιαχνε ραγδαία, μετρώντας, αξιολογώντας,
απορρίπτοντας ή κρατώντας, πάντα σωστά.
Αυτόματα όλα τα άλλα έσβηναν
Πλην του χορού της βροχής στα στόρια.
Αργότερα δεν παραδέχτηκε τον τελευταίο στίχο.
Δικαίωμα του ποιητή, σκεφτόμουν.
Ίσως να άκουσα λάθος, σκεφτόμουν.
Νερό, νερό παντού- αλλά ούτε σταγόνα για να πιεις
Θυμόμουν το 84 την πρώτη ταινία του Τρίερ
για μια Ευρώπη του μέλλοντος.
Και για τον εαυτό του; Για άλλους; Ποιους;
Κάποιοι γεννιούνται για να δουν, σκεφτόμουν
Ανάλογα με το χέρι που τους έχει αγγίξει.
Προστατέψτε τον, σκέφτηκα.
Αποκοιμήθηκα
Αφήνοντας την προτροπή να δονείται
Στη νύχτα
Στους ανέμους
Στους θεούς
Και βεβαίως στην βροχή
Όπως πρέπει