Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012


Αϋπνία

Γύρω γύρω απ’ το κρεβάτι μου
Άγγελοι και δαίμονες είχαν στήσει καυγά
Ποιος έχει το μεγαλύτερο μισό
Ο ένας τα φτερά του ο άλλος τα κέρατά του
Κάποια στιγμή δεν άντεξα
«Σιωπή» φώναξα «θέλω να κοιμηθώ»
Σταματήσαν μια στιγμή και με κοιτάξαν απορημένοι
Μετά πήγαν στην κουζίνα να συνεχίσουν τον καυγά τους
Οι άγγελοι
Οι δαίμονες
Και όλο τους το σόι




0 = 2

Ο μόνος τρόπος να αποθανατιστείς είναι ο θάνατος
να αποθαναστιστείς είναι ο μόνος τρόπος να πεθάνεις

Γι’ αυτό κι οι Ινδιάνοι φοβούνταν τις φωτογραφίες
Μην και τους πάρουν την ψυχή

Ξέρανε ότι στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε διπλό
Κι ό,τι διπλασιάζεται μοιραία πεθαίνει




Το πρόβλημα και η λύση

Δεν ξέρω που να πάω
Εκεί όπου φιλοξενούμαι
Το πρόβλημα και η λύση είναι εκεί
Στο γραφείο
Το πρόβλημα και η λύση είναι εκεί
Στον δρόμο λίγο καλύτερα αλλά
Το πρόβλημα και η λύση είναι εκεί
Στο σπίτι μου που ήταν
Το πρόβλημα κι η λύση είναι εκεί
Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ότι καταλαβαίνω
Το πρόβλημα και την λύση
Γιατί έχουν πικρά
Σκληρά
Κρυφά
Ενωθεί για πάντα




Manmachine entropy

Kοίταξα σήμερα
Οι άνθρωποι είχαν πάλι λοξή όψη
Κοίταζαν τον καθρέφτη ευχαριστημένοι
Και προχωρούσαν σαν για πάντα
Με απασχολούσε ωστόσο κάτι άλλο
Τα αυτοκίνητα για παράδειγμα
Τρέχουν μ’ ακίνητες μηχανές
Κι όμως κι αυτές ζουν και πεθαίνουν

Γιατί αφού είναι ίδιες
Άλλες παύουν πιο νωρίς κι άλλες πιο αργά;
Δεν έχω δει ποτέ δύο ίδιες ίδιες μηχανές
Κι αναρωτιέμαι
Μελαγχολούν οι μηχανές;
Κάτι σε κάθε μια την κάνει να θέλει
Να μείνει ή να φύγει;

Αναρωτιέμαι και για τους ανθρώπους
Και τη γη
Ο ήλιος έρχεται και φεύγει
Σκοτώνει και ζωοδοτεί
Το νερό ξεδιψά και πνίγει
Το φαγητό τρέφει και φθείρει
Όλα έτσι ιανικά

«Όλα γερνούν» μου είπε ένα φίλος
Ναι φίλε μου
Γνωρίζω καλά την εντροπία
Μα
Από όλα τα καμώματα
Μόνο για τη νύχτα
Δεν έχω ακούσει παράπονο κανένα
Ίσως γιατί όλοι κοιμούνται
Ίσως γιατί όλα εκεί να καταλήγουν
Άνθρωποι μηχανές μέρες κι απορίες

Είμαι ωστόσο κι εγώ εκεί
Χωρίς γιατί
Χωρίς τίποτα πλέον να ξέρω
Είμαι
Εγώ;
Εκεί;

Κανένας

Παντού

Απλά
Είμαι 


Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Σπασμένη σοκολάτα


Η αθώα σκληρότητα σε κόβει από νωρίς στα δύο
Η ευγενής κατάρα του εγώ κάνει το εσύ
Αστεία
Τραγωδία
Αδιαφορίας

Όλα στα δύο
Από ‘κει και μετά, το ξέρεις
Δεν έχει τέλος
Έτσι έπρεπε να γίνει
Για να καταλάβει το ένα τον εαυτό του

Τόσος πόνος
Τόσος χρόνος
Τόσες ζωές στα σκυλιά
Τόσα ονόματα, που να τα μετρήσεις – άδεια
Μόνο και μόνο
Για να καταλάβει ότι είμαστε ένα

Αμέτρητα κομμάτια ένα- κανένας πόνος
Αμέτρητοι κόκκοι άμμου μια αμμουδιά – κανένας χρόνος
Αμέτρητες κουκίδες ένας πίνακας του έρμου Πόλοκ –καμιά ζωή στα σκυλιά
Αμέτρητοι γαλαξίες ένα σύμπαν – κανένα όνομα

Κι όμως ακόμα
Και στην σπασμένη στα δύο σοκολάτα
Που κουβάλαγα στην τσέπη μου
Για κάποιο παιδί


Η προαιώνια
Η υπεραιώνια
Η απέραντη μοναξιά του ενός
Στοχαστικά συνεχίζει να φτιάχνει
Το διαθλασμένο αίνιγμα του καθρέφτη του




H λύση

Μόλις έκλεισε η πόρτα
Άνοιξα το στόμα μου και ξέρασα πέντε λίτρα αίμα
Πολύ καλύτερα τώρα
Ούτε καρδιά, ούτε μυαλό
Αισθήματα ή μνήμη


Νεκρή γραμμή


Πήρα τηλέφωνο σπίτι μου
Μα δεν ήμουν εκεί
Και κανένας άλλος όμως;

Έψαξα να βρω το τηλέφωνό μου
Στη μικρή μου κόκκινη ατζέντα
Βρήκα του νεκρού αδελφού μου
Της χαμένης μητέρας μου
Πολλών άλλων παλιών και νέων
Μα όχι το δικό μου

Πήρα τις πληροφορίες μα μου είπαν
Πώς δεν υπάρχει τέτοιο όνομα γραμμένο
Πουθενά

Ε φαντάζομαι
Πως δεν θα παίρνω τηλέφωνα πια

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012


Αντρέα Πατσιέντζα


Θα ήθελα να χω κάπου να πάω
Θα θελα να χα κάτι να κάνω
Θα θελα να φυσήξει ένας αέρας δυνατός πανίσχυρος
Όχι οι συνηθισμένες μαλακίες




Που πήγε ο Αντρέα στα 32;
Να βρει τον φίλο του τον Στέφανο στα 30
Τόση έμπνευση όση ηρωίνη γαμημένη ηρωίνη
Κι όλα πάνε καλά στον ύπνο
Όλο κόμικς κόμικς κόμικς έγραφε
Μ’ έναν άθλιο Μίκυ να βαράει
Δε βαριέσαι
Αν δεν ήταν αυτό
Θα ήταν κάτι άλλο
Αν δεν ήταν αυτοί ήμουν εγώ
Προδιαγεγραμμένες ζωές θαμπωμένες μεταπάνκ οπτασίες
Ακόμα ανεξήγητες στα όνειρά μου επιστρέφουν
Όνειρα πέραν της ζωής και του θανάτου
Κι ό,τι βρίσκεται ανάμεσα
Εμείς

Περνάει ο καιρός περνάει
Έξω φυσάει άγρια
Από πού βγήκαν αυτά τα μποφόρ
Ρωτάει ο φίλος μου ο Μπάμπης
Δεν θέλω
Δεν πρέπει να απαντήσω
Γιατί υπάρχει το αύριο
Που κάποιος θέλησε να ζήσω


Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012



Που ήσουνα;


                                              Για την Ε.



Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω


                                                Γ. Σεφέρης




Που ήσουνα;
Θυμάμαι ηλιόλουστη μέρα πολύ μακριά
Άγγελος από την θάλασσα να βγαίνεις
Και να στεγνώνεις τα μαλλιά
Εγώ μέτραγα την άμμο

Που ήσουνα;
Δεν θυμάμαι τόσα χρόνια τίποτα
Ίσως λάμψεις από γέλια και χαρά
Κι ένα σπιτάκι ξύλινο που ανάπνεε

Που ήσουνα;
Το σπίτι ακόμα αναπνέει
Πάντα γεμάτο από μένα
Έστω από τόσο μακριά

Που ήσουνα;
Σε είδα, αλλά ήσουν εσύ;
Δεν το ξέρω πετούσαν πουλιά
Δεν μπόρεσα να τα μετρήσω

Που ήσουνα;
Ποιος φώτιζε τη νύχτα;
Γιατί είναι δυό λούτρινα παιχνίδια
Για πάντα αγκαλιά;

Μέτρησα τα πουλιά
Μέτρησα και την άμμο
Αλλά πλέον έλειπαν όλα

Που ήσουνα;


Η γιορτή μου

Σκουπίζω το κρύο- λίγα φύλλα, σκόρπια άμμος, κολλημένα στο μάρμαρο υπολείμματα τροφής κι ένα χρυσό κορδονάκι Χριστουγέννων, ξεπεσμένο από χθες
-ήταν ζώο θα μου πεις υπολείμματα ζωής
μια καρδιά που σταματάει να χτυπά – είναι μια;
Ήταν ζώο θα μου πεις – όπως όλοι, όπως όλοι
Είχε μια μικρή ψυχή
Σχεδόν αόρατο μαύρο περιστέρι
Τώρα στον ουρανό πολύ ψηλά πετάει
Ποιος ξέρει που πάει
Και σε κοιτάει
Κουκίδες αμέτρητες μακριά
Πέρα απ’ τα σύννεφα χαμένες στο γαλάζιο
Οι νεκροί μας κοιτάζουν

Και τριγύρω; Ερημιά
Ένας μέσα σε δίκαιη επίγνωση της κάθε μέρας χαμένος
Ένας ακόμη μες στην ανήσυχη χαρά βουλιαγμένος
Μια μικρή μέλλουσα απουσία στον καθρέφτη αυτόν
Που σύντομα θα γίνει παρελθόν
Το σπίτι είναι ήσυχο κανένας δε μιλάει
Όλα στην ώρα τους θα γίνουν όπως πρέπει
Μα δεν θα μείνουνε εκεί

Χρόνια πολλά
Χρόνια καλά
Μελλοντικά και περασμένα
Φεύγουν, δεν είναι;

Ποτέ δεν κοίταζα ονόματα στο ημερολόγιο
Ποτέ δεν κοίταζα στο ημερολόγιο
Σήμερα- παράξενο- δεν γιορτάζει κανένας.

Πολύ περισσότερο απ΄ τις ζωές που υπομένουν
Με λυπούν όσα πίσω απομένουν
Μέχρι να τα πάρει ο καιρός, να τα πλύνει η βροχή
Και να πάνε στην ευχή
Σαν ανάμνηση που όλο λες σβήνει
Μα -  το ξέρεις – κάτι θα μείνει
Σα μαχαίρι μυτερό και σκουριοματωμένο
Σαν το αίμα το ξερό και το απλωμένο

   Bliss

Άδειο σπίτι, κρύο, ξένο.
Τρία αποτσίγαρα στο τασάκι.
Ωραία.






Απόφθεγμα

Δύο άδεια ποτήρια.
Που είναι οι άνθρωποι που ήταν;
Δύο άδεια καθίσματα.

Κόντρα στον αέρα
Ο Σεφέρης με βοηθάει να ανάψω τσιγάρο.
Να λοιπόν που σε κάτι χρησιμεύουν οι ποιητές.

Στην στάση του λεωφορείου ένας ήσυχος σκύλος
Με κοιτάζει μια στιγμή με μάτια θλιμμένου ανθρώπου.
Ποιος τον μεταμόρφωσε;

Κρυώνω ολόκληρος και από μέσα.
Εκτός από την καρδιά μου.
Αυτή πρόλαβε πρώτη να παγώσει.

Ο ουρανός κατεβαίνει στη γη
Με σηκώνει στο γκρίζο μια στιγμή
Με αφήνει ξανά κάτω απαλά.

Μόνο μόνος μεταναστεύω
Κάθε μέρα ξανά και ξανά.
Φοβάμαι μη συνηθίσω

Μα μου χουν πει ότι οι άνθρωποι
Τα συνηθίζουν με τον καιρό όλα.
Ούτε άνθρωπος λοιπόν;

Ήρθε το λεωφορείο.
Όλα μένουν πίσω.
Τίποτε δεν περιμένει μπροστά.




Αναχωρητής

I don’t care ‘cause I’m not there

I don’t care if I ‘m here tomorrow
Again and again I ‘ve tαken too much
Of the things that cost you too much

                                                New Order, True Faith 


O θάνατος ήρθε πρώτη φορά σπίτι μου όταν  ήμουν έξι χρονώ. Τον είδα τυχαία, περαστική σκιά να γλιστρά στην κρεβατοκάμαρα.
Από τότε δεν σταμάτησε να με επισκέπτεται – και να με σκέπτεται, όσο μεγάλωνα κι εκείνος έβλεπε. Γύρω στα 16 μου βγήκε από το χαρτί και μου μίλησε.

Έγραφα ένα  ποίημα εν αγνοία μου, δίπλα στη ζωγραφιά ενός λεπτού μελαχρινού    άντρα ντυμένου με κατάμαυρη κολλητή φόρμα, μίμος ίσως ακροβάτης σκιές στα χαμηλωμένα μάτια. Γύρισα και τον είδα να κοιτάζει το χαρτί μου:

Άλογό μου αγαπημένο

που με βλέπεις λυπημένο
τον καημό μου αν θες να σβήσεις
μην σταματήσεις

Γέλασε. Του έφερα μια καρέκλα να καθίσει. Με κοίταξε με τις σκιές του. «Είναι τόσο αστείο;» ρώτησα. Έβγαλε από κάπου κι άναψε ένα τσιγάρο. Εκπνέοντας, μίλησε με φωνή απαλή. «Δεν είναι τόσο εύκολο μικρέ».
 Έμεινα ακίνητος απέναντί του. Κοίταξα κάτω μια στιγμή, σκέφτηκα πώς ήταν καλή ευκαιρία. «Που πάνε οι ψυχές όταν χάνονται οι άνθρωποι;»
Σχεδόν χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι κι έδειξε αόριστα τριγύρω, με τον καπνό να ακολουθεί σα φίδι τα λεπτά δάχτυλά του. «Ξέρεις και ποτέ δεν θα μάθεις». Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο, τρομακτικά βαθιά. « Εγώ απλώς μεταφέρω στο σταυροδρόμι».Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι. Ανασήκωσε τους ώμους σα να μονολογούσε, αφηρημένα «όλοι χρειάζονται ένα φίλο εκείνη την ώρα».
 Έμεινε λίγη ώρα σκυφτός και σιωπηλός, καθρέφτισμα.  Έγειρε έπειτα αβίαστα προς το μέρος μου και μου είπε με φωνή χαμηλή, θαρρείς και κάποιος θα τον άκουγε: «Ο Θεός δεν αγαπάει τους δειλούς».

Εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο το τσιγάρο να καπνίζει στο τασάκι, με τον καπνό να ανεβαίνει ευθεία επάνω.

Γύρισα και κοίταξα ξανά την σελίδα. Με τα γράμματά μου

Δική σου η ζωή του αναχωρητή    


Ποίημα και ζωγραφιά είχαν χαθεί. Πήγα την άδεια καρέκλα στην θέση της. Μου φάνηκε ελαφρύτερη από πριν.

Τόσα χρόνια δεν τον ξαναείδα. Σπούδασα, ζήτησα γιατρειά, προσευχήθηκα, γνώρισα γυναίκες, ταξίδεψα σε μέρη πύρινα, έξω από τον κόσμο, άνθρωποι έφευγαν, άλλοι έρχονταν, το συνηθισμένο αλισβερίσι,  έγραφα χωρίς να ξέρω για ποιον απομνημονεύματα χωρίς αποδέκτες. Δική μου η ζωή του αναχωρητή - παράξενη, αόρατη, στενό μονοπάτι.

Κάποτε φάνηκε να ησύχασα, με μια γυναίκα κι ένα παιδί με μάτια άστρα. Θέλησα να γίνω άνθρωπος σαν τους άλλους, φίλους, παρέες, την περιστασιακή χαρά.
Εκείνος όμως δε θα με άφηνε να ξεχάσω. «Είσαι εδώ;» σκέφτηκα μια νύχτα, σκυφτός κάτω από την πανσέληνο. «Πάντα» είπε το μυαλό μου. Και μου έδειξε. «Τίποτε δεν κρατάει».

Έτσι κι έγινε. Έτσι και γίνεται. Ψυχές αδιάβαστα μηνύματα, σφραγισμένα μπουκάλια στου κόσμου τον γκρίζο ωκεανό, παρασύρονται στα κύματα – που μπορεί να πάνε;

Ξανά στο μηδέν, κανονισμένος και χωρισμένος σε κομμάτια μα ούτε καν εδώ, θυμάμαι: δική σου η ζωή του αναχωρητή.  Δεν ξεφεύγεις ούτε έτσι..
Βλέπω τον εαυτό μου να περπατά στον δρόμο, να χαμογελά, να σφίγγει χέρια ανθρώπων. Τους ξέρω, μα δεν αναγνωρίζω κανέναν.
Η ζωή χύνεται από ψηλά, πολύβουος καταρράκτης σταματά ένα χιλιοστό από το δέρμα μου. Δεν με αγγίζει, τίποτα. Δεν αναγνωρίζω κανέναν. Ξέρω μόνο ότι κανείς δεν θα ξεφύγει.
Και περιμένω, μέσα στην ουράνια ησυχία, την ώρα που θα ξαναδώ τον παλιό μου φίλο.

Το τσιγάρο στο τασάκι ακόμα  καπνίζει, με τον καπνό να ανεβαίνει ίσια επάνω, κόντρα στον απογευματινό ήλιο μια λεπτή γραμμή από φως που σβήνει τα πάντα.